- χρεακός
- -ή, -όν, Αβλ. χρειακός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρειακός — και χρεακός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρεία 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ χρειακοί τα μέλη τού πληρώματος ενός πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρεία + κατάλ. ακός (πρβλ. κυρι ακός, πεδι ακός)] … Dictionary of Greek